Μερικά ακόμη λίμερικ
Ήταν ένα χάσκι από Αλάσκα
που όλοι το φωνάζανε Παλάσκα
Όπου κι αν πήγαινε, ένα παλάτι γύρευε,
ένα πανέμορφο άτι καβαλίκευε
αυτό το μονάκριβο χάσκι απ’ την Αλάσκα.
Ήταν μια σοκολάτα από την Ελβετία
την τρώγανε, την τρώγανε και θέλαν άλλη μία.
Δεν μπορούσα άλλο, μα τρώγανε κι άλλο.
Τρώγανε και πίνανε γάλα κακάο
μ’ αυτή τη σοκολάτα απ’ την Ελβετία.
Ήταν ένας μπαλαδόρος
που ήτανε και πιτσαδόρος.
Έβαλε μια μέρα ένα γκολάκι,
παραιτήθηκε από το μαγαζάκι
αυτός ο μπαλαδόρος.
Ήταν ένα καλαμάκι ρουφηχτα
που του άρεσε πολύ να παίζει κρυφτό.
Ώσπου μια μέρα
δεν είδε άσπρη μέρα
Το φτωχό το καλαμάκι, το ρουφηχτό.
Ήταν ένα κορίτσι από τη Σερβία
που τα έλεγε όλα παπαγαλία.
Μα μια μέρα ξέχασε ένα “άχαρο”
και της ανέβηκε το ζάχαρο
αυτής της κοπέλας από τη Σερβία.